- καμπτήρων
- καμπτήρbendmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βραχυτένων — ο (για ίππο) αυτός που παρουσιάζει σύσπαση των καμπτηρών τενόντων και τα πρόσθια άκρα του κάμπτονται προς το γόνατο … Dictionary of Greek
εμπροσθότονος — η, ο (Μ ἐμπροσθότονος, ον) αυτός που πάσχει από εμπροσθοτονία, που έχει ανάκλιση και καμπύλωση τού σώματος προς τα εμπρός («εμπροσθότονος καμπύλη» σύσπαση τών καμπτήρων μυών τού κορμού, στην οποία το σώμα κάμπτεται προς τα εμπρός) … Dictionary of Greek
κόπωση — Καταπόνηση· κούραση. (Ιατρ.) Κατάσταση κατάπτωσης των ικανοτήτων της αντίληψης, της προσοχής, της ψυχοκινητικής δραστηριότητας και της αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, που φυσιολογικά ακολουθεί μια παρατεταμένη προσπάθεια, σωματική ή… … Dictionary of Greek
ορθότονος — η, ο (Α ὀρθότονος, ον) (για λέξη) 1. αυτός που διατηρεί τον ορθό τόνο 2. αυτός που δεν υπόκειται σε έγκλιση τόνου νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ορθότονος ταυτόχρονη σύσπαση τών εκτεινόντων και τών καμπτήρων μυών με ευθειασμό τού σώματος κατά τη… … Dictionary of Greek
ταρσιαίος — α, ο, Ν 1. ανατ. ταρσαίος 2. φρ. α) «ταρσιαίος σωλήνας» (ανατ. ιατρ.) ο πόρος που σχηματίζεται μεταξύ καθεκτικού συνδέσμου τών καμπτήρων μυών τού άκρου ποδιού και τού έσω σφυρού και από τον οποίο διέρχεται και το έσω πελματιαίο νεύρο β) «σύνδρομο … Dictionary of Greek
χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… … Dictionary of Greek